πολύυλος

πολύυλος
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει άφθονες προσόδους, πλούσιος
αρχ.
1. αυτός που παρουσιάζει αφθονία δασών
2. αυτός που έχει άφθονα υλικά
3. πληθωρικός («σώματι πολυύλῳ», Αντυλλ.)
4. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη ύλης, πολλά υλικά
5. (για φάρμακα) αυτός που απαιτεί πολλά συστατικά υλικά
6. (για λόγο, ομιλία) σχοινοτενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -υλος (< ὕλη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύυλος — abounding in forests masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυυλώτατον — πολύυλος abounding in forests masc acc superl sg πολύυλος abounding in forests neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύυλον — πολύυλος abounding in forests masc/fem acc sg πολύυλος abounding in forests neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυύλου — πολύυλος abounding in forests masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυύλων — πολύυλος abounding in forests masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυύλῳ — πολύυλος abounding in forests masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυυλωτέρα — πολυυλωτέρᾱ , πολύυλος abounding in forests fem nom/voc/acc comp dual πολυυλωτέρᾱ , πολύυλος abounding in forests fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυυλία — ἡ, Α [πολύυλος] η αφθονία ύλης, δασών …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՆԻՒԹ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 412 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 13c ա. πολύυλος materiosus Որոյ բազում են նիւթբ. ʼի բազում նիւթոց յօրինեալ. ... *Ոչ ʼի բլուր բադնեաց բազմանիւթ բարձրաբերձ ... սեղանոց. Նար. խչ.: *Իբրեւ զիւղն քահանայական… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”