- πολύυλος
- -ον, ΜΑαυτός που έχει άφθονες προσόδους, πλούσιοςαρχ.1. αυτός που παρουσιάζει αφθονία δασών2. αυτός που έχει άφθονα υλικά3. πληθωρικός («σώματι πολυύλῳ», Αντυλλ.)4. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη ύλης, πολλά υλικά5. (για φάρμακα) αυτός που απαιτεί πολλά συστατικά υλικά6. (για λόγο, ομιλία) σχοινοτενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -υλος (< ὕλη)].
Dictionary of Greek. 2013.